- εμβρυουλκός
- Εργαλείο που χρησιμοποιεί ο μαιευτήρας για να διευκολύνει απλώς ή να φέρει σε πέρας τον τοκετό, όταν ειδικές συνθήκες, που εξαρτώνται είτε από τη μητέρα είτε από το έμβρυο, εμποδίζουν τη φυσιολογική του εξέλιξη.
Παρά τις αόριστες αναφορές σχετικά με τον ε., από μελετητές και γιατρούς της αρχαιότητας, όπως ο Ιπποκράτης και αργότερα ο Αβικέννας, εμπνευστής του ε. θεωρείται μέλος της οικογένειας Τσάμπερλεν, γνωστών Γάλλων μαιευτήρων που μετανάστευσαν το 1569 στην Αγγλία. Η εφεύρεση και η χρησιμοποίηση του ε. θα πρέπει να έγιναν μεταξύ του 1588 και του 1596, αλλά ο ε. και η χρήση του παρέμειναν μυστικό της οικογένειας Τσάμπερλεν, που το χρησιμοποιούσε στους τοκετούς για περίπου ενάμιση αιώνα. Η πρώτη επίσημη ανακοίνωση της χρήσης του ε. έγινε από τον Τσάπμαν το 1733, έτος στο οποίο χρονολογείται πρακτικά η προσθήκη του ε. στο οπλοστάσιο του μαιευτήρα.
Ο ε. είναι ένα μεταλλικό εργαλείο μήκους 40-50 εκ., το οποίο αποτελείται από δύο βραχίονες, δεξιά και αριστερά, που συναρθρώνονται μεταξύ τους. Οι βραχίονες του ε. διακρίνονται σε τρία τμήματα: το κοχλιάριο, που προορίζεται για να συλλαμβάνει το κεφάλι του εμβρύου· το τμήμα που χρησιμεύει για την ένωση του ενός βραχίονα με τον άλλο· και τη λαβή, που χρησιμεύει στον μαιευτήρα για την έλξη. Σήμερα ο ε. χρησιμοποιείται όλο και λιγότερο, γιατί συχνά οι μαιευτήρες, σε περίπτωση δύσκολου τοκετού, προτιμούν να καταφεύγουν στην καισαρική τομή. Παρ’ όλα αυτά, σε ορισμένες περιπτώσεις που υπάρχουν ακριβείς ενδείξεις δυστοκιών, η χρησιμοποίηση του ε. αποτελεί ακόμη και σήμερα αναγκαιότητα.
* * *ο (AM ἐμβρυουλκός)μαιευτικό εργαλείο με το οποίο πιάνουν το κεφάλι τού εμβρύου και τό τραβούν προς τα έξω σε περιπτώσεις δύσκολου τοκετού.
Dictionary of Greek. 2013.